μεδούλι

μεδούλι
το
-ιού (λ. λατ.)
1. ο μυελός των οστών.
2. φρ., «Θα σου πιω το μεδούλι», θα σε ταλαιπωρήσω· «ως το μεδούλι», ολοκληρωτικά, σε μεγάλο βαθμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεδούλι — και μεδούλλι και μελούδι, το (Μ μεδούλλι[ο]ν) ο μυελός τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεδούλλιον, υποκορ. τού λατ. medulla «μεδούλι»] …   Dictionary of Greek

  • αμύελος — η, ο (Α ἀμύελος, ον) [μυελός] αυτός που δεν περιέχει μυελό, μεδούλι …   Dictionary of Greek

  • μυαλό — και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν) 1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.) 2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό») 3. ο νωτιαίος μυελός 4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό») 5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα… …   Dictionary of Greek

  • μυελόεις — μυελόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος από μυελό, από μεδούλι 2. (κατ επέκτ.) μαλακός, τρυφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • μυελός — ο ουσία που εμπεριέχεται στα οστά, το μεδούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οστεομυελίτιδα — η πάθηση στο μεδούλι των οστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”